συμπορευόμενος

συμπορευόμενος
συμπορεύομαι
come
pres part mp masc nom sg
συμπορεύομαι
come
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άοζος — (I) ἄοζος, ο (Α) θεράπων, υπηρέτης, ακόλουθος, ειδικά αυτός που προσφέρει υπηρεσίες σε ναό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεταομηρικό επιτατικό τ. του όζος «κλάδος, βλαστός γόνος, σύντροφος» με α αθροιστικό, πιθ. από επίδραση του ρ. αοσσέω «βοηθώ» κατ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”